Το cantus firmus φιλοξενεί την ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου. Η ποιήτρια μάς μιλάει για την ποίηση στην συνέντευξη που ακολουθεί. Λέει χαρακτηριστικά "Η ποίηση είναι μία αντίσταση, μια διαμαρτυρία για όλα όσα η ανθρωπότητα, αν και δικαιούται, εντούτοις τα στερείται δραματικά!"
ΡΕΖΕΝΤΑ
Εκείνη:
-Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν
ηχώ από βράχια που έπεφταν
ίχνη γεμάτη μιας αφής
που όμως της λείπαν δάχτυλα
-κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά-
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο
και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταίριαστο
κι άφαντος να ’ναι ο κήπος.
Εκείνος:
-Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά
ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά
κι ας αναβοσβήνει σταθερά τα φώτα της
η ηλικία του καθρέφτη
- θα λήξει κάποτε κι αυτή
σύντομη σαν διήγηση
με έκβαση προβλεπόμενη -
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια.
Η απάντηση θα ’ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
-τι θά ’βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει;
Εκείνη:
-Μα τι κουβέντες κύριε
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
-για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα-
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση
πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα;
ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012
BERLIN ALEXANDERPLATZ
Κανονικά, με λένε Σόνια.
Μίτσε, με βάφτισε ο Φραντς
- μονόχειρας, μα ξέρει ν’ αγκαλιάζει.
Τη μέρα προτιμώ να υπνοβατώ.
Με ένα νόμισμα κρυμμένο στο μαντίλι
περνάω βιαστικά έξω από τα προάστια
σκιές ευκίνητες πουλώ στην Alexanderplatz
στα ενυδρεία σπάζω τις φυσαλίδες
κι αφού των πληκτικών επεισοδίων
διασχίζω την ομίχλη
βρίσκομαι σώα σαν νεκρή
στο τέλος της θλιμμένης ιστορίας.
Η πλατεία γέμισε μεμιάς αρωματοπωλεία.
Έξω απ’ τις χαραμάδες των πληγών
πλημμύρα ακυβέρνητη
λεβάντα και θυμίαμα
γαζία και λιβάνι.
Όμως, εγώ
πάντοτε αλήθεια σού έλεγα, Φραντς.
Ω, μα και βέβαια μπορούσα
μόνο εσένα ν’ αγαπώ
ο άλλος ήτανε παιδί, μπορεί και γέρος
μην τα σκαλίζεις τώρα πια
ήπιε απλώς ένα κονιάκ
έβαλε φωτιά στα μαλλιά της μαριονέτας
κι έπειτα εξαφανίστηκε.
Κι άφησε, Φραντς
τι θες κι ανοίγεις τώρα το πορτάκι
άστο μες στο κλουβί του το πουλί
μη μου το πνίγεις
πονάω Φραντς, με σφίγγεις, Φραντς
χύθηκε κάτω όλο το νερό
ποτέ ξανά τιτίβισμα
ποτέ ξανά μισή αγκαλιά
γέμισε πούπουλα ο αέρας, Φραντς
δε σε ακούω πια
πούπουλα και φτερά
δε σε πονάω πια
μόνο φτερά
δε με πειράζει τώρα πια…
Οι άνθρωποι στο δάσος
πεθαίνουν πάντα από ντροπή.
ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012
ΕΠΙΣΚΕΨΗ Ι
Αρπαγμένος καθώς ήταν ο καιρός
από το φως μιας κάμαρης κλειστής
σκέπασε με το σώμα του
κήπους και λόγια και φεγγίτες
κι όπως σκοτάδι παλαιό
φύσηξε ρίγος στις κλειδώσεις μου
είσαι η διήγηση ενός κλάματος
μου είπανε
γυαλί και κρότος μακρινός
μουσείου αίθουσα που εκτίθενται
απίστων προσευχές.
Μισή ζωή θα κατοικείς
σ’ ένα κομμάτι πάγου που επιπλέει
κι άλλη μισή
θ’ ανοιγοκλείνεις παρενθέσεις
- παράγουν ήχο ανώτερο
κι απ’ του ακορντεόν -
«Πόσο λυπάμαι
τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα…»*
Και τέρμα πια η χρυσόσκονη
πάνω στις γρατζουνιές
άσ’ την ν’ ανθίσει σαν μανόλια την πληγή
να φοβηθούν οι άγγελοι
και τα μεγάλα έντομα
πίσω απ’ τις τζαμαρίες.
Μα, προπαντός, μην ξεγελιέσαι.
Δε ζωντανεύουν οι αστερίες
γονατισμένη επί ώρες στα σανίδια
θάλασσες να φυτεύεις με φύκια και βυθούς.
Χρειάζεσαι, να μη σου πω, ακόμα και πνιγμένους.
«Και η βάρκα γύρισε μόνη
δίχως μέσα τον ψαρά…»**
Το γέλιο σου, λοιπόν
είναι όλο κι όλο το ταξίδι
τα σκοτεινά του υπόγεια με τα υγρά χωράφια
- μικρά κορίτσια κουρεμένα
παίζουν εκεί κυνηγητό
και των ασθενοφόρων τις σειρήνες
προσποιούνται -
το γέλιο σου
μόνον αυτό
που ανάβει τα πολύχρωμα βιτρό
στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων.
ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012
Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη και ένα όμορφο αφιέρωμα στην Ευτυχία Λουκίδου. Μια εξαιρετική ποιητική φωνή που συνεχίζει το ταξίδι της στη ποίηση πάντα με επιτυχία. Θα μου επιτρέψετε να συμπεριλάβω στο σχόλιο μου και δυο ποιήματα από πιο παλιές της συλλογές που μου αρέσουν ιδιαίτερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ
Μ' όνειρα πάντα γαλανά
Στο πλάι της καρδιάς σου
Να ξέρεις θα κοιμάμαι
Μόνη στη άδεια κάμαρη
Σε πέπλους σκιάς καταχωμένη
Μόνη με τους αγγέλους μου
Σιωπηλή
Όμως η μνήμη των ματιών σου
Πάντα θα κρύβεται στο μαξιλάρι μου
Επίμονη και τρυφερή
Και τα μαλλιά μου θ' αναδεύει
Εν τη ρύμη του νόστου (1999)
ΤΟ ΚΑΡΟΤΣΑΚΙ ΤΩΝ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΣΤΙΓΜΩΝ
Σχεδόν κατάκοποι μα με την παρηγοριά πως κάποτε θα πεθαίναμε
βαδίζαμε μερόνυχτα σε άνυδρα νεκροταφεία κοχυλιών.
Αφοσιωμένοι στην παραφροσύνη να διαρρήξουμε
το κενό μετά απ' τον ορισμό του
αξιώναμε την αδυναμία μας, αποθεώναμε το εύθραυστο
και κολλώντας με σκοτάδι τα φτερά μας
ήρωες γινόμασταν εις αναζήτηση του συγγραφέα τους.
Στο πίσω μέρος της σκηνής
μια παραγεμισμένη αποθήκη ακολουθούσε ξέχειλη
την ώρα πού γυμνασμένοι σαλτιμπάγκοι
έσπρωχναν ανεπαίσθητα μια ξύλινη εξέδρα.
Κι αφού καμιά αναχώρηση δεν κάνει κρότο ηχηρό
είδαμε μεσοπέλαγα μια πυρκαγιά ν' ανάβει σαν ντροπή
και τότε καταλάβαμε πως ο Θεός των περιπλανώμενων
με βουερή αστροφεγγιά
το καροτσάκι των ανάπηρων στιγμών καθοδηγούσε.
Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (2004)
Αντρέα σε ευχαριστούμε για το σχόλιο. Η Ευτυχία είναι σπουδαία ποιήτρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή